ψυχεδελισμός

ψυχεδελισμός
ο, Ν
1. ονειρική κατάσταση ατόμου, που βρίσκεται σε εγρήγορση, κατάσταση προκαλούμενη από τη λήψη ψυχεδελικών ουσιών, δηλαδή παραισθησιογόνων, ιδίως LSD
2. (κατ' επέκτ.). τεχνική φωτισμού και ήχου που υποτίθεται ότι εκφράζει ή δημιουργεί παραισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχεδέλεια + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχεδέλεια — η, Ν ο ψυχεδελισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychedelia (< ψυχή + δήλος «φανερός, πρόδηλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”